έφυδρος

έφυδρος
-η, -ο (ΑΜ ἔφυδρος, -ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, -ον)
υγρός, βροχερός
αρχ.
1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι», Ηρόδ.)
3. υδρόβιος, αυτός που ζει πάνω ή μέσα στο νερό («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -υδρος (< ὕδωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔφυδρος — moist masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφυδρον — ἔφυδρος moist masc/fem acc sg ἔφυδρος moist neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφύδροις — ἔφυδρος moist masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφύδροισιν — ἔφυδρος moist masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφύδρους — ἔφυδρος moist masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφύδρων — ἔφυδρος moist masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφύδρῳ — ἔφυδρος moist masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπυδρος — ἔφυδρος moist masc/fem nom sg (ionic) ἔπυδρος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφυδρα — ἔφυδρος moist neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφυδροι — ἔφυδρος moist masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”